Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Η ιστορία της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας

 Η ιστορία της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας

Η κλωστοϋφαντουργία ήταν στο παρελθόν ένας από τους πιο σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά τη γέννηση του ελληνικού κράτους, ήταν βασικός πυλώνας στην προσπάθεια εκβιομηχάνισης της εθνικής οικονομίας. Ωστόσο, με το πέρασμα του καιρού, η κλωστοϋφαντουργία άρχισε να χάνει τη βαρύτητά της, ενώ τα πλήγματα που δέχτηκε από ανταγωνιστές του εξωτερικού σε όρους κόστους παραγωγής δεν της επέτρεψαν να ανακάμψει.

Πειραϊκή Πατραϊκή: Τα ερείπια της πατρινής εταιρείας που «έντυσε, στόλισε και νοικοκύρεψε» την Ελλάδα περιμένουν την αξιοποίησή τους

Η ιστορία της μεγαλύτερης κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία

Η Πειραϊκή - Πατραϊκή Βιομηχανία Βάμβακος Α.Ε., γνωστή σαν «Πειραϊκή-Πατραϊκή», ήταν η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία, βιομηχανία βάμβακος και ετοίμων ενδυμάτων της Ελλάδος. Ιδρύθηκε το 1919 και λειτούργησε ως το 1996.

Ήταν μια επιχείρηση που κατείχε πολλές πρωτιές.

Η πρώτη που αργότερα εγκατέστησε ντιζελοκίνητη μηχανή 50 ίππων και αυτοματοποίησε το σύστημά της με τεχνολογία της IBM.

Ξεκίνησε ως ομόρρυθμη Πατραϊκή Εμποροβιομηχανική Εταιρεία το 1919 με ιδιοκτήτες τους Χριστόφορο Κατσάμπα και Σταμούλη Στράτο.

Ο πρώτος σταθμός ήταν η ίδρυση της ‘’Πατραϊκής Εμποροβιομηχανικής Εταιρείας’’ το 1919, με αντικείμενο, όπως ανέφερε ο Χρ. Κατσαμπάς στα απομνημονεύματά του, «την βιομηχανίαν καλτσών και εκτύπωσιν μανδηλίων κεφαλής, την βαφήν και πώλησιν νημάτων, καθώς και την εμπορίαν λοιπών ψιλικών».

 

Ήταν μάλιστα τόσο βαθιά η φιλία των δύο ανδρών, οι οποίοι είχαν γνωριστεί στο Αγρίνιο ενόσω εργάζονταν για έναν Πατρινό υφασματέμπορο, που φρόντισαν στο ιδρυτικό της εταιρείας να ορκιστούν ότι θα λύνουν πάντα φιλικά τις διαφορές τους, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου.

Όπως ακριβώς και έγινε.

Ήταν ίσως το πιο ταιριαστό δίδυμο επιχειρηματιών, οι οποίοι έγιναν και συγγενείς όταν οι δύο γιοι του ενός παντρεύτηκαν τις δύο κόρες του άλλου.

 

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1923, οι δύο συνεταίροι δημιουργούν, με Μικρασιάτες πρόσφυγες, μία ταπητουργία στην Πάτρα. Εκεί θα ανεγερθεί το πρώτο κτίριο της εταιρείας, το οποίο στεγάζει το ταπητουργείο, το καλτσοποιίο και το βαφείο.

Η παραγωγή την εποχή εκείνη γίνεται χάρη σε μια πρωτόγονη ατμομηχανή, η οποία αρκετά αργότερα θα έμπαινε στη βιτρίνα της Πειραϊκής – Πατραϊκής για να θυμίζει την αφετηρία…

 

Στην αρχή παρασκεύαζε κάλτσες. Με τα χρόνια πέρασε στην κατασκευή υφασμάτων.

Το 1933 συγχωνεύθηκε με τη θυγατρική της Πειραϊκή για να εξασφαλίσει δάνεια από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και να γλιτώσει τη χρεοκοπία.

Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» εφοδίαζε κουβέρτες και υφάσματα τον Ελληνικό Στρατό, .

Μετά το τέλος του πολέμου η επιχείρηση είχε πληγεί ενώ οι πρώτες ύλες είχαν σχεδόν εξαντληθεί, προσπαθώντας να ανασυγκροτηθεί εν όψει εξαγωγών.

Ένα χρόνο μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949), το 1950, η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» κατασκεύασε στο Μεγάλο Πεύκο μεγάλη σύγχρονη εργοστασιακή μονάδα και ήταν το πρώτο εργοστάσιο που κτίστηκε στην Ελλάδα μεταπολεμικά.

Ακολουθεί περίοδος ακμής.

Παράγει τον αλατζά, ύφασμα από το οποίο έφτιαχναν ρόμπες για τις νοσοκόμες, φορέματα και πουκάμισα.

Τον χασέ που χρησίμευε στη δημιουργία σεντονιών και εσωρούχων και τη φασκιά που χρησιμοποιούνταν στο φάσκιωμα των μωρών.

Τα προϊόντα της ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη.

Εκείνη την περίοδο το προσωπικό του εργοστασίου ήταν μοιρασμένο σε άντρες και γυναίκες.

Η εργοδοσία έδινε επιδόματα παραγωγής και οι εργαζόμενοι απασχολούνταν οκτώ ώρες ημερησίως με την υπερωρία να αμείβεται στο 75% του ημερομισθίου για κάθε ώρα.

Ενδεικτική του εργασιακού κλίματος είναι η δήλωση της παλιάς εργαζόμενης Μαργαρίτας Αργυρού, όπως την κατέγραψε σε ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα για το ρόλο της γυναίκας στην οικονομία η Σταματίκη Αγκότη: «Μια εργάτρια αδυνατούσε να καλύψει τα έξοδα για ίαση του γιου της, ο οποίος έπασχε από σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά. Η Πειραϊκή- Πατραϊκή ανέλαβε όλα τα έξοδα για τη μεταφορά του παιδιού στο εξωτερικό μαζί με τη μητέρα του».

Στις 7 Δεκεμβρίου 1962 το αμερικανικό περιοδικό «Time» φιλοξενεί δηλώσεις του 38χρονου τότε Χριστόφορου Στράτου, γενικού διευθυντή της επιχείρησης και γιου ενός εκ των ιδρυτών της.

Ο αρθρογράφος χαρακτηρίζει το εργοστάσιο «πρότυπο» για κάθε ελληνική βιομηχανία που βασίστηκε σε ό,τι είχε να προσφέρει η χώρα σε αφθονία: βαμβάκι και φτηνά εργατικά χέρια. Άλλωστε εκείνη τη χρονιά είχε κέρδη ένα εκατομμύριο δολάρια.

«Έχουμε το ανθρώπινο δυναμικό. Μπορούμε να καλύψουμε το κενό», έλεγε ο Στράτος για το πώς η Ελλάδα μπορεί να ανταγωνιστεί τις βαριές βιομηχανίες του εξωτερικού.

Την δεκαετία του 1960 διέθετε πέντε σύγχρονες εργοστασιακές μονάδες και απασχολούσε περισσότερους από 4.000 υπάλληλους. Το 1962 ήταν από τις πρώτες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, που αυτοματοποίησε το πληροφοριακό της σύστημα, με το μοντέλο "1402" της ΙΒΜ.

Το σλόγκαν της επιχείρησης ήταν «Τα πανιά αυτού του καραβιού, η τέντα αυτού του ρετιρέ, αυτό το στρώμα, αυτό το κάλυμμα, αυτές οι κουρτίνες, αυτά τα σεντόνια και μαξιλαροθήκες, αυτή η τέντα του φορτηγού...και άλλα πολλά, ων ουκ έστιν αριθμός, κατασκευάζονται από ύφασμα Πειραϊκής-Πατραϊκής» αλλά και η διαφήμιση της Πειραϊκής-Πατραϊκής στα κυνηγετικά έντυπα έγραφε «Εκτός από το όπλο και τα φυσίγγια όλα όσα φέρει ο κυνηγός είναι προϊόντα της Πειραϊκής-Πατραϊκής». Στις διαφημίσεις της, επίσης, είχε κυριαρχήσει το σλόγκαν "Πειραϊκή-Πατραϊκή: Ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει".

Εξίσου επιτυχημένη ήταν και η διαφημιστική καμπάνια της εποχής, η οποία προέτρεπε τους καταναλωτές «να προσέξουν την ούγια να γράφει Πειραϊκή - Πατραϊκή».

Στις 4 Απριλίου του 1963 πέθανε ο ιδρυτής της Πειραϊκής Πατραϊκής και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, Σταμούλης Στράτος, σε ηλικία 73 ετών.

Η παρακμή για την Πειραϊκή- Πατραϊκή αρχίζει τη δεκαετία του ΄80.

Το 1981 αγοράζει τις εγκαταστάσεις της εταιρείας V. Deiden στη Δυτική Γερμανία, με στόχο την επικράτησή της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Έχει ήδη επεκταθεί με νέες μονάδες στην Ελλάδα.

Κινήσεις που κατά γενικότερη εκτίμηση έγιναν για να εξυπηρετήσουν κυρίως πολιτικές σκοπιμότητες.

Μετά από μεγάλα ανοίγματα και δανεισμό η επιχείρηση δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο στα πόδια της.

Ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα βυθίζεται σε κρίση και το εργοστάσιο περνάει στα χέρια του Δημοσίου. Το 1986 γίνεται μερική μετοχοποίηση των χρεών της εταιρείας.

Τέσσερα χρόνια αργότερα νέο πρόγραμμα εξυγίανσης προβλέπει μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας και απολύσεις. Σταματάει τη λειτουργία της το ’92 και κλείνει οριστικά το ΄96.

Μηχανήματά της που δεν λεηλατήθηκαν πουλήθηκαν ως σκραπ στον Ασπρόπυργο.

Κάποια κομμάτια πουλήθηκαν στην Αργεντινή και άλλα στην Ινδία. Το πλήγμα για την Πάτρα είναι μεγάλο.

Η κλωστοϋφαντουργία είχε σταματήσει τη δραστηριότητά της από το ΄92, ωστόσο κάθε τόσο συντηρούνταν τα μηχανήματα και οι εργαζόμενοι ήλπιζαν ότι με πορείες, διαπραγματεύσεις και καταλήψεις κτιρίων θα μπορούσαν να αναστήσουν την επιχείρηση.

Μετά από οικειοθελείς αποχωρήσεις οι απολυμένοι έφτασαν τους 1.850. Περίπου 500 εντάχθηκαν σε πρόγραμμα πρόωρης συνταξιοδότησης (στα 55 έτη οι άντρες και στα 50 οι γυναίκες) με 125.000 δραχμές το μήνα.

Άλλοι τόσοι (μέλη του σωματείου) έλαβαν έκαστος από 2,5 εκατομμύρια δραχμές ως ποσό επαγγελματικής αποκατάστασης.

Το επένδυσαν σε καφενεία, ψιλικατζίδικα, περίπτερα ή μισές άδειες ταξί.

Το πακέτο στήριξης τότε από την πολιτεία είχε φτάσει τα οκτώ δισεκατομμύρια.

Σύμφωνα με έρευνα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Δυτικής Ελλάδας σε μια 20ετία (1976- 1996) κλείνουν στην πόλη 20 βιομηχανικές- βιοτεχνικές επιχειρήσεις που απασχολούσαν πάνω από 4.000 εργαζόμενους λίγα χρόνια πριν από τη συνταξιοδότηση και μεγαλύτερο αριθμό νέων. Εκείνη την περίοδο στις μεγάλες επιχειρήσεις που βάζουν λουκέτο συγκαταλέγονται τα ελαστικά Pirelli (530 εργαζόμενοι), η χαρτοποιία του Λαδόπουλου (400 εργαζόμενοι) και η σαπωνοποιία ΒΕΣΟ Α.Ε. (180 εργαζόμενοι).

Σήμερα λειτουργούν στην Πάτρα περίπου 100 βιομηχανικές- βιοτεχνικές επιχειρήσεις με 3.000 εργαζόμενους. Η ανεργία στην πόλη υπολογίζεται στο 25%. Και η βιομηχανική ζώνη όμως στην Ακτή Δυμαίων, απέναντι από το Νότιο Λιμένα είναι κορεσμένη με κουφάρια ερειπωμένων εργοστασίων.

Το 2003 το οικόπεδο των 194 στρεμμάτων αγοράστηκε από τον Οργανισμό Λιμένος Πατρών. Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο του Ο.Λ.Π.Α. Α.Ε. Κώστα Πλατυκώστα, η παλιά βιομηχανία θα αξιοποιηθεί ως Εμπορευματικό Πάρκο και ήδη προχωρούν διαδικασίες για ενοικιάσεις χώρων σε επιχειρήσεις και υπηρεσίες.

Δεκαετία του 1980 και η πτώση

Μέχρι και την δεκαετία του 1980 η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» λειτουργούσε με εννέα εργοστάσια σε Ελλάδα και ένα στο Σουδάν ενώ απασχολούσε περισσότερους από 9.000 υπαλλήλους. Ωστόσο, το 1984 η επιχείρηση λόγω υπερχρέωσης υπήχθη στο ΟΑΕ (Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων) υπό το καθεστώς του νόμου 1386/83 με χρέη 50 δισ. δρχ. και κρατικοποιήθηκε επί κυβερνήσεως του Ανδρέα Παπανδρέου. Οι κακοί χειρισμοί καθώς και η συρρίκνωση οδήγησαν την επιχείρηση το 1996 να διακόψει οριστικά την λειτουργία της, με χρέη 240 δισεκατομμυρίων δραχμών.Αυτή είναι εν συντομία η ιστορία της Πειραικής Πατραικής, μια εταιρίας και ενος εργοστασίου που έκανε γνώστη την Ελλάδα στο εξωτερικό για τα εξαιρετικά προιόντα της.

Πηγές:

* Γιάννης Παπαδόπουλος για τα ΝΕΑ 23 Μαρτίου 2012

Η ιστορία της κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα συνδέεται με τις πρώτες προσπάθειες για την εκβιομηχάνιση της χώρας, καθώς από το 1830 και μετά, έπειτα από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, η χώρα αναπτύσσονταν, κυρίως, ως αγροτική και εμπορική, με ανύπαρκτη βιομηχανια ,εως το 1870

Μεταξύ του 1880 και του 1922 οι προστατευτικοί φόροι που επιβλήθηκαν σε πολλά εισαγόμενα είδη, η εισροή κεφαλαίων και ο ερχομός των προσφύγων από την Μικρά Ασία - που αποτέλεσαν ένα φθηνό μεν αλλά όχι εντελώς ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό - που εγκαταστάθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιάς, Πάτρα, Θεσσαλονίκη), έδωσαν ιδιαίτερη ώθηση στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1875 η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται σε δύο κλάδους, τον κλάδο των τροφίμων και τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας.



Η μεγάλη ώθηση στην κλωστοϋφαντουργία δίνεται από το 1920 και μετά. Δύο παράγοντες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, η εισροή χιλιάδων προσφύγων μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, ένας αριθμός των οποίων κι εκεί ασχολούνταν σ αυτό τον κλάδο (ειδικότερα στην ταπητουργία) και το δασμολόγιο που επιβλήθηκε στα εισαγόμενα προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας από το 1926 και μετά.



Με τις σημερινές συνθήκες της αποβιομηχάνισης ειδικά του Λεκανοπεδίου τα παλιά βιομηχανικά κελύφη, όπως αυτά των κλωστοϋφαντουργείων «Μουζάκη» και «Λαναρά-Κύρτση», έχουν εγκλωβιστεί μέσα στην αναπτυσσόμενη πόλη και το ζητούμενο είναι να αποκτήσουν ένα νέο λειτουργικό ρόλο, αλλιώς υποβαθμίζονται και καταστρέφονται. Όπως δηλώνει στο Αθηναϊκό πρακτορείο, η καθηγήτρια ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με ειδικότητα στην βιομηχανική ιστορία, Λήδα Παπαστεφανάκη, «τα κτίρια μαρτυρούν το ιστορικό παρελθόν της βιομηχανίας στην Ελλάδα, γιατί πράγματι αναπτύχθηκε από το 19ο αιώνα ως τα τελευταία χρόνια κάποια βιομηχανία στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή τα κτίρια μαρτυρούν μία διαδρομή ενδιαφέρουσα, αν και συχνά αντιφατική».



Η επιχείρηση του ρετσίνα υπήρξε για ένα διάστημα η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της χώρας, καλύπτοντας το 72% της ετήσιας παραγωγής. Στα περισσότερα από εκατό χρόνια του βίου της, πέρασε από στάδια ανασυγκρότησης και ευημερίας, ύφεσης και περιορισμού, αναγκαστικής διαχείρισης και ελέγχου, αλλά και ανάκαμψης. 


Το προσωπικό του εργοστασίου Ρετσίνα το 1892.



Μετατρεπόμενη από οικογενειακή επιχείρηση σε ανώνυμη εταιρεία, δημιούργησε ολοκληρωμένο φάσμα επεξεργασίας νημάτων, κατασκευής υφασμάτων από φυσικές και τεχνητές ίνες αλλά και έτοιμο ένδυμα. Στην πορεία της ανακλώνται φάσεις βιομηχανικής ανάπτυξης και προσπάθειες του ελληνικού κράτους, πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων, η ανάδειξη προσωπικοτήτων στον βιομηχανικό και πολιτικό χώρο, καθώς και η διαμόρφωση του βιομηχανικού και αστικού χώρου. 


Με τον θάνατο του Θωµά Λαναρά, έκλεισε ένας αιώνας επιχειρηµατικής ιστορίας µιας οικογένειας που το τυπικό της ξεκίνηµα αρχίζει από το 1909. Μεσουράνησε στον Μεσοπόλεµο παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας – έναν από τους πιο ισχυρούς κλάδους της τότε (προστατευόµενης) ελληνικής οικονοµίας. Ο ιδρυτής της οικογενειακής βιοµηχανικής ιστορίας, ο Θεόδωρος Λαναράς, ήταν άτυχος. Χρεοκόπησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Και κάµποσες …

Χαροντάκης Δημήτρης

 κάµποσες δεκαετίες αργότερα ο κλάδος της οικογένειας που ευδοκίµησε για περίπου 50 χρόνια στην ελληνική και στη διεθνή αγορά, του Χρίστου Λαναρά, είχε την ίδια τύχη. Προτού πεθάνει ο Θωµάς Λαναράς είχε ήδη καταστραφεί ο επιχειρηµατικός όµιλος που διοικούσε για 12 χρόνια, από το 1998. Η πόλη της Νάουσας ήδη από τα µέσα της περασµένης δεκαετίας είχε βυθιστεί στη φτώχεια. Τρίτης γενιάς επιχειρηµατίας συνέδεσε το όνοµά του µε τη «φούσκα» του Χρηµατιστηρίου και ο «λαός» των µικροµετόχων του οµίλου του αριθµούσε 320.000 άτοµα. Η κατάρρευση τον έκανε να παίρνει απίστευτα µέτρα προστασίας της ζωής του. Βυθισµένος στα χρέη ο όµιλος δέχθηκε αλλεπάλληλα δάνεια από τις τράπεζες. Αλλά η σωτηρία δεν ήρθε. Η εποχή του είχε παρέλθει. Οι εκατοντάδες εργαζόµενοι των εργοστασίων του είναι πλέον σε απόγνωση. Μια ιστορία 100 χρόνων έκλεισε µε τον πιο άδοξο τρόπο…

Η ιστορία

Το όνοµα Λαναράς παραπέµπει ευθέως στις απαρχές του κλάδου της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας. Αυτό τουλάχιστον υποστήριζε σε ένα µάλλον άγνωστο, εν πολλοίς, κείµενο, το οποίο εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1956, ο Θεόδωρος Λαναράς, ιδρυτής της οικογενειακής βιοµηχανικής ιστορίας (επρόκειτο για πέντε αδέλφια εκ των οποίων τα τρία, οι Θεόδωρος, Θωµάς και Σταύρος, δραστηριοποιήθηκαν επιχειρηµατικά).


Σε αυτή την «Ανοικτή Επιστολή» – έτσι επιγράφεται το κείµενο που µε απόγνωση απέστειλε τότε προς τον «Βασιλέα Παύλο», τον «Πρωθυπουργόν κ. Καραµανλήν», τους αρχηγούς των κοµµάτων, τους υπουργούς, τους βουλευτές σε µια εξαιρετικά κρίσιµη περίοδο της επιχειρηµατικής του δραστηριότητας – αναφέρει ότι «το επώνυµόν µου µαρτυρεί τον δεσµό της οικογενείας µου µε την Εριοβιοµηχανίαν». Η είσοδος της οικογένειας Λαναρά στον κλάδο της βιοµηχανίας έγινε το 1909, όταν ίδρυσε «λαδόµυλον προς εκµετάλλευσιν της υδατοπτώσεως εργοστασίου µε 100 ατράκτους και 3 ξύλινους χειροκίνητους αργαλειούς» µε την επωνυµίαν «Λαναράς και Πεχλιβάνος». Η εξέλιξη είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και σαφώς συνδεδεµένη µε σοβαρά γεγονότα της νεοελληνικής ιστορίας. «Εν έτει 1920 συνεπήξαµεν την Ετερόρρυθµον Εταιρείαν υπό την επωνυµίαν “Λαναράς, Κύρτσης και Σία” µε συµβούλιον εκ των Σ. Λαναρά, Π. Κύρτση, Φ. Πεχλιβάνου και Γενικόν ∆ιευθυντήν εµέ» αναφέρει ο ίδιος. Μία από τις σηµαντικότερες κλωστοϋφαντουργίες του Μεσοπολέµου.

Το 1928 ιδρύθηκε στη Νάουσα η εταιρεία Εριοκλωστήρια Πεννιέ (παραγωγής νηµάτων κτενισµένων) Αδελφοί Χρ. Λαναρά ΑΕ.

Η επιχειρηµατική πλέον παρουσία της οικογένειας Λαναρά στον κλάδο είναι ισχυρή και ο Θ. Λαναράς επαίρεται ότι «ωλοκλήρωσε µίαν γιγαντιαίαν βιοµηχανίαν ερίου (402 αργαλειοί, 54.000 άτρακτοι) µε παραγωγήν ανδρικών κασµηρίων εφάµιλλων των καλών αγγλικών και γαλλικών υφασµάτων». Ως το 1937 επικεφαλής παραµένει ο Θεόδωρος Λαναράς, στη συνέχεια τον διαδέχεται ο αδελφός του Θωµάς.

Χωρίζουν μεταπολεμικά

Το 1949 η οικογένεια «διασπάται» και οι επιχειρηµατικές δραστηριότητες των αδελφών «αυτονοµούνται». Ο Θεόδωρος Λαναράς διατηρεί την Εριοβιοµηχανία Λαναράς – Κύρτσης, ενώ οι άλλοι δύο αδελφοί, Θωµάς και Σταύρος, διατηρούν τα Εριοκλωστήρια Αφοί Χρ. Λαναρά.

Ο Θεόδωρος από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 αρχίζει να αντιµετωπίζει σοβαρά προβλήµατα, λόγω των συναλλαγών που είχε µε τον Στρατό, ώσπου η βιοµηχανία τίθεται υπό αναγκαστική διαχείριση – εξ αυτού του λόγου και η «Ανοικτή Επιστολή». Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η Εριοβιοµηχανία Λαναράς – Κύρτσης κλείνει.

Αντιθέτως τα Εριοκλωστήρια Αφοί Χρ. Λαναρά συνεχίζουν µε επικεφαλής τον Σταύρο Λαναρά. Το 1958 τον διαδέχεται ο γιος του Χριστόδουλος. Το 1963 η βιοµηχανία, σε συνεργασία µε τον πρόδροµο της ΕΤΒΑ Οργανισµό Βιοµηχανικής Αναπτύξεως (ΟΒΑ), δηµιουργεί τη βιοµηχανία Κλωστήρια Ναούσης ΑΕ (60% ανήκει στον ΟΒΑ, 40% στα Εριοκλωστήρια). Το 1969 η νέα βιοµηχανία περνάει υπό τον έλεγχο των Εριοκλωστηρίων.

Οι θυγατρικές και η Κλωνατέξ


Τη δεκαετία του 1960 οι αδελφοί Θωμάς και Σταύρος Λαναράς χωρίζουν τις μεταξύ τους δραστηριότητες. Ετσι στην οικογένεια Σταύρου Λαναρά περνάει ο απόλυτος έλεγχος των Μακεδονικών Κλωστηρίων ΑΕ, που είχαν ιδρυθεί το 1947, και ο Χρίστος Λαναράς, γιος του Θωμά, μέσω της Προφίν ΑΕ, αποκτά τον έλεγχο των Κλωστηρίων Ναούσης. Το 1974 ο εκ των ιδρυτών Θωμάς Λαναράς αποχωρεί από τη διοίκηση της εταιρείας, στην οποία προστίθενται νέες δραστηριότητες. Το 1973 όμως, κατ’ απαίτηση της ΕΤΒΑ, η εταιρεία εισάγεται στο Χρηματιστήριο. Delta.001ιαθέτει πλέον τέσσερα εργοστάσια και δημιουργεί μια ολόκληρη σειρά από θυγατρικές εταιρείες: την Τρικολάν ΑΕ (πλεκτική), τη Βερλάν ΑΕ (βαμβακοϋφαντουργική), την Ολυμπιακή ΑΕ (ειδικά νήματα), την Κολμπλάν ΑΕ, την οποία δημιούργησε σε συνεργασία με γερμανούς επιχειρηματίες και της οποίας το 100% των μετοχών απέκτησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο κ. Χρ. Λαναράς. Ακολούθως οι Κολμπλάν ΑΕ και Κλωστήρια Ναούσης ΑΕ συγχωνεύθηκαν. Συγχρόνως αποσπάστηκε ο βιομηχανικός κλάδος και έτσι δημιουργήθηκε η Κλωνατέξ ΑΕ, εταιρεία holding του ομίλου.

Τα λαναρόχαρτα και η φούσκα

Τραγικές οι επιπτώσεις στην οικονομία της Νάουσας, με την ανεργία στο 40%

Το 1998 ο προ ηµερών αποβιώσας Θωµάς Λαναράς γεφύρωσε τις σχέσεις του µε τον πατέρα του Χρίστο, ήρθε στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ και ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας. Ο Χρίστος Λαναράς – πέθανε τα πρώτα χρόνια της προηγούµενης δεκαετίας – συνήθιζε να αυτοπροσδιορίζεται ως «βιοµήχανος» σε αντίθεση µε τον γιο του που έλεγε πως ο ίδιος είναι «επιχειρηµατίας» καυχώµενος ότι οι εταιρείες του διαθέτουν 320.000 µετόχους. Η πληθώρα όµως των µικροµετόχων µετά τη χρηµατιστηριακή κατάρρευση – ολοκληρώθηκε το 2003 – κατέγραψε µεγάλες ζηµιές και πλέον ο φέρων τότε και το προσωνύµιο «sir Thomas» συγκέντρωσε την µήνιν χιλιάδων απελπισµένων ανθρώπων, σε σηµείο που έπαιρνε αυξηµένα µέτρα ασφαλείας. Στην ιστορία του ΧΑ πρωταγωνίστησε µε εξαγορές επιχειρήσεων και την απαραίτητη κατευθυνόµενη φηµολογία… Οι µετοχές γίνονταν «φούσκες» και τα κέρδη έφταναν στα ύψη.

Ο Θ. Λαναράς, επικεφαλής του οµίλου Κλωνατέξ, που αργότερα µετονοµάστηκε Ενωµένη Κλωστοϋφαντουργία, την περίοδο της χρηµατιστηριακής ευφορίας έλεγχε τις επίσης εισηγµένες Κλωστήρια Ναούσης, ∆ούδος και Γιαννούσης και εξαγόρασε αρκετές άλλες, όπως τα Κλωστήρια Ροδόπης, την Gallop και την Οττο Εβρος. Κατόρθωσε µε την «τρέλα» της Σοφοκλέους να αποσπάσει µε αυξήσεις µετοχικού κεφαλαίου 300 εκατ. ευρώ και λίγο προτού αρχίσει η κατάρρευση η χρηµατιστηριακή αξία της Κλωνατέξ πλησίαζε τα 3 δισ. ευρώ!

Ο στόχος του ήταν να γίνει ο µεγαλύτερος κλωστοϋφαντουργός της Ευρώπης. Αλλά απέτυχε αφού η «φούσκα» έσκασε. Το 2004 αρχίζει η κατάρρευση. Οι συνολικές υποχρεώσεις του υπερβαίνουν τα 230 εκατ. ευρώ. Οι τραπεζίτες τον χρηµατοδοτούν και πάλι µε 23 εκατ. και δύο χρόνια αργότερα µε άλλα 25,5 εκατ. ευρώ. Η κατάσταση γίνεται όλο και πιο απελπιστική. Το 2008 ζητεί νέα χρηµατοδότηση 35 εκατ. ευρώ. Η λειτουργία των εργοστασίων γίνεται προβληµατική. Οι εργαζόµενοι µένουν απλήρωτοι, κατασκηνώνουν στην πλατεία Συντάγµατος, έξω από το κτίριο του υπουργείου Οικονοµίας. Οι επιπτώσεις στην οικονοµία της Νάουσας είναι τραγικές, µε την ανεργία να ξεπερνά το 40%.

ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ

Η επιχειρηματική δραστηριότητα του Θωμά Λαναρά έφθασε στο τέλος με τη Lannet. Η τηλεπικοινωνιακή εταιρεία του ομίλου κατέβασε ρολά το 2009 αφήνοντας χρέη στον ΟΤΕ 23 εκατ. ευρώ. Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ επεχείρησε να χρηματοδοτήσει την αναδιάρθρωση της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας με 62 εκατ. ευρώ. Αλλά και αυτό το σχέδιο απέτυχε. Ο Λαναράς και το Διοικητικό Συμβούλιο παραιτήθηκαν. Λίγους μήνες μετά ο επιχειρηματίας αρρώστησε. Την περασμένη Κυριακή σε ηλικία 54 ετών απεβίωσε, αφήνοντας τους εργαζομένους να θρηνούν τα επιχειρηματικά συντρίμμια τού άλλοτε κραταιού ομίλου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Σχολή Επιστημών και Διοίκησης Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών MBA


Η ΚΑΤΙΟΥΣΑ ΤΗΣ ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑΣ

Η μείωση του αριθμού των εργαζομένων στην κλωστοϋφαντουργία υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετώπισε η Ευρώπη τη δεκαετία του 1970. Μετά από αρκετά χρόνια ευημερίας μέσω ανάπτυξης και σταθερότητας, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μετά την οικονομική κρίση του 1974 (Ισραηλοαραβικός πόλεμος- Πετρελαϊκή κρίση) αποφάσισαν να αναλάβουν ενεργό ρόλο για να αντιμετωπίσουν την κρίση.

Για να εξασφαλίσουν την απαραίτητη αυτή μεταβατική περίοδο επιδίωξαν προσωρινό προστατευτισμό. Η κοινότητα αντί να επιδιώξει να διαπραγματευτεί πολλές διμερείς εμπορικές συμφωνίες, αποδέχθηκε την Πολυϊνική Συμφωνία (MFA), σαν προσωρινό μέτρο που θα βοηθούσε τις χώρες μέλη της να προετοιμαστούν για το ελεύθερο εμπόριο. Εν το μεταξύ κάθε χώρα ήταν ελεύθερη να κάνει τις προσαρμογές που θεωρούσε απαραίτητες. Οι περισσότερες χώρες καθιέρωσαν παρόμοιες προσεγγίσεις, δηλαδή προσπάθησαν να εντοπίσουν τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία των κλωστοϋφαντουργικών κλάδων τους, ενισχύοντας τους υποκλάδους που παρουσίαζαν τα μεγαλύτερα συγκριτικά πλεονεκτήματα, θυσιάζοντας τις αδύναμες επιχειρήσεις. Παρ’ όλα αυτά η πολιτική πραγματικότητα διέφερε από χώρα σε χώρα όπως και τα μέτρα που πήραν διάφορες κυβερνήσεις, τα οποία όμως κατέληξαν αναποτελεσματικά.

Η Δυτική Γερμανία και η Ολλανδία έχοντες ισχυρές οικονομίες και νομίσματα, ήταν περισσότερο προετοιμασμένες να επιτρέψουν το ελεύθερο εμπόριο. Οι κυβερνήσεις και των δύο χωρών ενθάρρυναν τις επιχειρήσεις τους να πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε χώρες χαμηλού κόστους. Το αποτέλεσμα ήταν η μείωση της απασχόλησης και στις δύο χώρες.

Το κύριο ενδιαφέρον του Βελγίου, της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Για τον σκοπό αυτό χορηγήθηκαν σημαντικές επιδοτήσεις. Όταν η στρατηγική αυτή απέτυχε, μερικές επιχειρήσεις του κλάδου κρατικοποιήθηκαν (ιδιαίτερα στην Ιταλία). Τα προσωρινά μέτρα ανανεώνονταν κάθε χρόνο και τελικά έγιναν ουσιαστικά μόνιμα.

Η Γαλλία προσέγγιζε τα προβλήματα διαφορετικά. Εκτός από τη βοήθεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ενθάρρυνε την εκτεταμένη τεχνολογική έρευνα, ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική μέσω αύξησης της παραγωγικότητας. Τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής δεν ήταν ιδιαίτερα θετικά, καθώς η απασχόληση συνέχισε να μειώνεται.


Οι αποτυχημένες αυτές προσπάθειες, οδήγησαν τους ευρωπαίους να επανεξετάσουν τις στρατηγικές τους και να ψάξουν για νέες προσεγγίσεις. Η στρατηγική που άρχισε να ακολουθείται τη δεκαετία του 1990 ήταν αυτή της αναδιάρθρωσης του κλάδου, όπου αποφασίστηκε να βοηθηθούν μόνο οι επιχειρήσεις που είχαν βιώσιμο μέλλον.

Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρείχαν δύο ειδών οικονομικές ενισχύσεις:

αποζημιώσεις λόγω κλεισίματος παραγωγικών μονάδων και

κίνητρα επενδύσεων για παρακίνηση των επιχειρήσεων να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης.

 

Οι χώρες που ακολούθησαν πολιτική προστατευτισμού, χωρίς παράλληλα να επιχειρήσουν αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμό του κλάδου όπως η χώρα μας, αντιμετώπισαν μακροχρόνια προβλήματα, λόγω των έντονων πιέσεων για την απελευθέρωση του εμπορίου των κλωστοϋφαντουργικών. (De Prito, 1989) (Ακκά, 1989) (Dickerson, 1999)

Κατά την περίοδο 1995-2005 παρατηρείται συνεχιζόμενη πτωτική πορεία της παραγωγής των κλάδων Ένδυσης και Κλωστοϋφαντουργίας. Ταυτόχρονα, τα λειτουργικά κόστη και η κερδοφορία των επιχειρήσεων επιδεινωνόταν, με αποτέλεσμα μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων να παρουσιάσει μείωση του κύκλου εργασιών τους την περίοδο 2000-2005, γεγονός που επιβεβαίωσε τις προβλέψεις της Werner International, σύμφωνα με τις οποίες τη δεκαετία του 1990 στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης θα ήταν γύρω στο 0,5%. Η ένδυση παρουσίαζε συγκριτικά καλύτερη εικόνα σε σχέση με την κλωστοϋφαντουργία εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μία ελαφρώς βελτιούμενη πορεία, παρά τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τα ομοειδή προϊόντα τρίτων χωρών 

Στις 9 Απριλίου 1998 η Κομισιόν επέβαλε προσωρινά τέλη “anti-dumping” στις εισαγωγές ακατέργαστων βαμβακερών υφασμάτων κινέζικης, αιγυπτιακής, ινδικής, ινδονησιακής, πακιστανικής και τούρκικης προέλευσης. Ο μέσος όρος των δασμών ήταν 15%. Αυτή η απόφαση ήταν αποτέλεσμα μιας έρευνας της Κομισιόν μετά από μήνυση, η δεύτερη σε δύο χρόνια, που κατατέθηκε από την Eurocotton. Οι δασμοί αυτοί ποικίλαν

ανάλογα με τη χώρα και ήταν χαμηλότεροι για τις επιχειρήσεις που συνεργάστηκαν στην έρευνα. (Κέντρο Ελληνικού Ενδύματος-Fashion Business, 1998)

Το 1999 η υποτίμηση αρκετών ασιατικών νομισμάτων έκανε τις εισαγωγές από τις εν λόγω χώρες περισσότερο ανταγωνιστικές από άποψη κόστους, από ό,τι ήταν πριν. Καθώς ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε μεγάλο κύμα εισαγωγών από τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας 

Η Κίνα εντάχθηκε επίσημα στον ΠΟΕ το 2001. Η οικονομία της τα τελευταία 30 χρόνια αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό περίπου 10%. Σε αυτό συνέβαλαν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις και η αλλαγή της πολιτικής της σε μια προσανατολισμένη αγορά. Προϋπόθεση για την είσοδό της στον ΠΟΕ ήταν η ανάληψη συγκεκριμένων δεσμεύσεων εκ μέρους της τόσο για τη μείωση των δασμολογικών όσο και των μη δασμολογικών φραγμών και την απελευθέρωση των συνεργασιών στη βιομηχανία. (Madanmohan Ghosh, 2010)

Μετά την ένταξη της κάλυπτε περίπου το 1/3 της παγκόσμιας παραγωγής προκαλώντας σοβαρές επιπτώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Το 2002-2003 οι εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από την Κίνα προς την Ε.Ε. σχεδόν τριπλασιάστηκαν έναντι των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς την Κίνα 

Οι ανωτέρω συγκυρίες καθώς και η αύξηση της αγοραστικής δύναμης της μεσαίας τάξης των υπό ανάπτυξη χωρών οδήγησαν τις επιχειρήσεις των ανεπτυγμένων χωρών να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους μειώνοντας ή και παύοντας τη μαζική παραγωγή των απλών προϊόντων, δίνοντας έμφαση σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως τεχνικά/ βιομηχανικά κλωστοϋφαντουργικά είδη και μη υφασμένα υφάσματα (βιομηχανικά φίλτρα, προϊόντα υγιεινής, προϊόντα για της τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και της ιατρικής κ.λπ.) και σε υψηλής ποιότητας ενδύματα μόδας με έμφαση στον σχεδιασμό. 

Μεσογειακές χώρες της Ε.Ε. που εξακολουθούσαν να εξειδικεύονται στην παραγωγή τυποποιημένων ετοίμων ενδυμάτων μαζικής παραγωγής και να χρησιμοποιούν τεχνολογίες υψηλής εντάσεως εργασίας, διατηρώντας σε ισχύ το καθεστώς προστατευτισμού μέχρι το τέλος του 2004, αντιμετώπισαν τον διογκωμένο ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους τόσο στην εσωτερική εγχώρια αγορά τους, όσο και στην αγορά της ΕΕ-25.

Οι Η.Π.Α. από τις 31-12-2004 και μετά, σε αντίθεση με την Ε.Ε. η οποία ακολούθησε τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), υιοθέτησαν ποσοστώσεις επιβάλλοντας περιορισμό 7,5% στην ετήσια αύξηση των κινεζικών εισαγωγών στα προϊόντα της κλωστοϋφαντουργίας για να τις αναχαιτίσουν, αντιμετωπίζοντας μεγάλες προκλήσεις από την έντονη ανταγωνιστικότητα των τιμών και του όγκου προσφοράς των προϊόντων. Μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα επηρεάστηκε η παραγωγή και η απασχόληση, εξαιτίας του κλεισίματος πολλών εργοστασίων, λόγω της τεχνολογικής προόδου που δεν ακολουθήθηκε, με αποτέλεσμα απολύσεις και μείωση του μεριδίου της εγχώριας αγοράς.

Για την Ελλάδα και για άλλες Μεσογειακές χώρες οι περιορισμοί για το 88% των εισαγόμενων προϊόντων που επρόκειτο να καταργηθούν την περίοδο 1995-2004 (Γύρος της Ουρουγουάης 1/1/1995) διατηρήθηκαν σε ισχύ μέχρι τις τελευταίες δύο φάσεις της απελευθέρωσης το 2002 και το 2005.

Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι οι αγορές ενδυμάτων των αναπτυγμένων χωρών ΕΕ, Η.Π.Α. και Ιαπωνίας είχαν εισέλθει σε φάση ωριμότητας με ετήσια αύξησή της τάξεως του 1-2%. Στις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες το ποσοστό είχε φθάσει το 3%, ενώ στις υπό ανάπτυξη χώρες έως και 7% ετησίως.

Η απελευθέρωση των ποσοστώσεων το 2005 επηρέασε αρνητικά την Βιομηχανία Ένδυσης και Κλωστοϋφαντουργίας της Ε.Ε.-25. Κατόπιν επεξεργασίας στοιχείων της Eurostat από τη στατιστική υπηρεσία της Euratex και του ΣΕΠΕΕ ο κλάδος παρουσίασε μείωση της παραγωγή και επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος με στασιμότητα στις εξαγωγές και αύξηση στις εισαγωγές

 Επιπλέον, η ανάπτυξη της ευρωµεσογειακής ζώνης και οι προετοιμασίες για τη νέα οικονομική πραγματικότητα μετά το 2005 με την κατάργηση των ποσοστώσεων επέφερε την περαιτέρω μετατόπιση της παραγωγής εντός και εκτός της ΕΕ-25 

Επιπλέον οι εφαρμοζόμενοι δασμοί και οι διεθνείς συνεργασίες επηρέασαν την εφοδιαστική αλυσίδα των δικτύων διανομής και των προμηθευτών. Επιχειρήσεις της λιανικής δημιούργησαν «παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες» και διαφοροποίησαν τις προμήθειες τους.  

Διαπιστώνεται ότι σημαντικές χώρες όπως η Κίνα που τελούσαν υπό περιορισμό από την Ε.Ε., διέθεταν πλέον ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά και έχοντας κάθετη οργάνωση της παραγωγής, χαμηλότερο εργατικό κόστος, μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας, ευχερέστερη πρόσβαση σε πρώτες ύλες και δυνατότητα ανάπτυξης των επενδύσεων για περαιτέρω ενίσχυση των τεχνολογικών, παραγωγικών αλλά και εμπορικών δυνατοτήτων τους στη διεθνή και μεγάλη εγχώρια και αυξανόμενη αγορά τους, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατέστησαν μεγάλες Εξαγωγικές δυνάμεις παγκοσμίως.

Τον Ιούνιο του 2005 υπογράφεται μνημόνιο συμφωνίας (Συμφωνία Mandelson) μεταξύ της Ε.Ε. και της Κίνας, σύμφωνα με την οποία περιορίζονται οι εξαγωγές 10 προϊόντων της στην Ε.Ε., έτσι ώστε ο ρυθμός αύξησής τους να μην υπερβαίνει το 8%-12,5% μέχρι το 2008. Παρόλα αυτά η συμφωνία καταγγέλθηκε ως άκρατος προστατευτισμός από εταιρείες λιανικής πώλησης και από καταναλωτές, καθώς και από κυβερνήσεις χωρών (όπως η Σουηδία, η Δανία και το Ην. Βασίλειο) που δεν διέθεταν εγχώρια παραγωγή των συγκεκριμένων προϊόντων

Πολλές ξένες επιχειρήσεις ξεκίνησαν να επενδύουν στην κινεζική αγορά, ώστε να επωφεληθούν από το φθηνό εργατικό δυναμικό και από την αγορά του ενός δισεκατομμυρίου καταναλωτών. Υπολογίζεται πως το 60% των εξαγωγών της Κίνας προέρχεται από αυτές τις επιχειρήσεις.

Ο δρόμος για την είσοδο ξένων αλυσίδων λιανικής στην Κίνα άνοιξε μετά την άρση των κανονισμών που υποχρέωνε τους ξένους ομίλους λιανικής να συστήσουν κοινοπραξίες με τοπικούς εταίρους. Μεγάλα ονόματα, όπως ο ισπανικός όμιλος Mango, η Uniglo της ιαπωνικής Fast Retailing Co, η ιταλική Diesel SpA, η Gap και η Inditex με τα γνωστά καταστήματα Zara είναι μόνο μερικές από τις περιπτώσεις αυτές.

Σε αντίθεση, πολλές υπό ανάπτυξη χώρες βρισκόμενες σε µακρινή απόσταση από τις αγορές των αναπτυγμένων χωρών που αδυνατούσαν να αναδείξουν άλλου τύπου πλεονεκτήματα είχαν περιορισμένη δυνατότητα υποκατάστασης των εργασιών φασόν. Τέτοιες χώρες ήταν ορισμένες της Ασίας, του Ινδικού Ωκεανού και της Λατινικής Αμερικής.

Η διαμόρφωση ενός παγκόσμιου χάρτη του κλάδου (Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Τουρκία) με λίγες κερδισμένες στην παραγωγή και απασχόληση και πολλές χαμένες χώρες είναι γεγονός. Η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών συνέβαλε στην ενίσχυση των άυλων στοιχείων του προϊόντος (σημασία εμπορικών επωνυμιών, brands), του σχεδιασμού, της οργάνωσης, της έρευνας, της  διαχείρισης  των πρώτων υλών και δραστηριοτήτων της

παραγωγής, την προώθηση των προϊόντων, τον εφοδιασμό και της εμπορίας τους σε διεθνές περιβάλλον και σε διαφορετικές χώρες. Η σύνθεση των στοιχείων αυτών σε συνδυασμό με την εγγύτητα της αγοράς προσδίδει συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις αναπτυγμένες χώρες και σε αυτές που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση και έχουν την ανάλογη οργάνωση. 

Η συμβολή της επιστήμης και της τεχνολογίας σε τομείς, όπως η βιοτεχνολογία, η νανοτεχνολογία και η ανάπτυξη νέων υλικών αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία νέων ή βελτιωμένων προϊόντων µε υψηλή προστιθέμενη αξία. Τεχνολογικές καινοτομίες με υλικά υψηλών επιδόσεων ενσωμάτωσαν μια στρατηγική εντάσεως τεχνολογίας στο σύνολο της παραγωγικής αλυσίδας που αφορούσαν τους υποκλάδους των ινών, της κλωστοϋφαντουργίας, της βαφής και του φινιρίσµατος, πάνω στους οποίους στηρίζεται η βιοµηχανία της ένδυσης. Τέτοια προϊόντα είναι τα «τεχνικά κλωστοϋφαντουργικά» (technical textiles), τα «λειτουργικά και πολυλειτουργικά» προϊόντα και ενδύματα γνωστά και ως functional and multifunctional textiles, τα «έξυπνα ενδύματα» (smart clothes) κλπ. Αυτά τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας παράγονται στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. και αποτελούν την «απάντηση» στη μετακίνηση της παραγωγής των μικρής προστιθέμενης αξίας προϊόντων ένδυσης προς τις χώρες χαμηλού κόστους εργασίας. (Joshi & Bhattacharyya, 2011),  (Kaounides, et al., 2007)

Ένα σημαντικό πεδίο για τη διαφοροποίηση των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη νέων καταναλωτικών προτύπων ήταν οι δυνητικές ευκαιρίες «μαζικής εξατομίκευσης» (mass customization) των ενδυμάτων. (Κουτσού, 2006)

Συμπερασματικά οι κλάδοι κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης υπέστησαν διαθρωτικές μεταβολές κατά τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της παρουσίας σημαντικών διεθνών ανταγωνιστών, των ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών και της εξέλιξης του κόστους παραγωγής. Άλλες αιτίες αυτής της αρνητικής εξέλιξης ήταν η βαθμιαία κατάργησης της Πολυϊνικής Συμφωνίας, της GATT λόγω παγκοσμιοποίησης, της τελωνειακής σύνδεσης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (1995), της ένταξης χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της ένταξης της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, της στασιμότητας λόγω ύφεσης της κατανάλωσης σε πολλές ευρωπαϊκές αγορές και τέλος της εξέλιξης των συναλλαγματικών ισοτιμιών του αμερικανικού δολαρίου έναντι

του ευρώ που εξακολουθούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα των τιμών αρκετών τύπων προϊόντων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την χρηματιστηριακή κρίση του 2008-2009 που ξέσπασε στις ΗΠΑ και επηρέασε όλο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

Σημαντική αύξηση σε ποσοστό που αγγίζει το 25% (σε αξία) σημειώθηκε στις εισαγωγές προϊόντων ένδυσης και Κλωστοϋφαντουργίας στην Ε.Ε. από την Κίνα κατά το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2008. Φαίνεται ότι η ευρωπαϊκή αγορά έγινε πιο ελκυστική στην Κίνα αφενός λόγω της ισοτιμίας γουάν-ευρώ, αφετέρου λόγω της απώλειας μεριδίων της Κίνας από την αγορά των Η.Π.Α. και του υπόλοιπου κόσμου (-11%). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση στις 10 κατηγορίες που ήταν υπό επιτήρηση άγγιξε το 65%.

Έντονα αντέδρασε η Euratex στην επιστροφή των εξαγωγικών αυξήσεων που επέτρεψε η Κινεζική κυβέρνηση για τη στήριξη των επιχειρήσεων Ένδυσης και Κλωστοϋφαντουργίας. Ως γνωστό οι εξαγωγικές επιστροφές αυξήθηκαν κατά 2% από 1/1/2008 και κατά 1% από 1/11/2008, δηλαδή κατά 3% (από 11% σε 14%). H Euratex κατήγγειλε στις αρμόδιες Κοινοτικές Αρχές τη συμπεριφορά της Κίνας που καταστρατηγεί τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (Π.Ο.Ε.) ζητώντας την άμεση παρέμβαση τους. (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πλεκτικής Έτοιμου Ενδύματος Ελλάδος - GREEK FASHION, 03//2008)

Η ηγετική θέση της Κίνας άρχισε να υποχωρεί λόγω της δραστήριας εισόδου άλλων ζωνών παραγωγής. Η προτεραιότητα για τη Κίνα φαινόταν να είναι όλο και περισσότερο οι εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων των οποίων η παραγωγή διευκολύνεται από πιο προηγμένα και παραγωγικά μηχανήματα εις βάρος των ενδυμάτων που είναι περισσότερο τομέας έντασης εργασίας.

Οι Μεσογειακές Χώρες1 οι οποίες για πολύ καιρό απολάμβαναν την εγγύτητα τους με την Ε.Ε.-28, βίωσαν την ίδια κατάσταση με την Κίνα. Αν και αυτή η περιοχή παραμένει ακόμη ένας σημαντικός προμηθευτής, το μερίδιο της μειώθηκε από 20% το 2009 σε 18% το 2015 

ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΕΣ ΧΩΡΕΣ: Αλγερία, Αίγυπτος, Ισραήλ, Ιορδανία, Λιβύη, Μαρόκο, Συρία, Τυνησία, Τουρκία.

Η ζώνη SAARC2 είναι αυτή που επωφελήθηκε κυρίως και ακολούθησε αντίστροφη πορεία από αυτή της Κίνας από το 2010 και μετά. Την χρονιά εκείνη το μερίδιο αγοράς της σε εξαγωγές προϊόντων Ε/Κ ήταν 19%, ενώ το 2015 έφτασε το 24,6%.

Η ζώνη ASEAN3 η οποία είναι μικρότερη της SAARC έδειξε αρκετό δυναμισμό αυξάνοντας το μερίδιο αγοράς της στις ευρωπαϊκές εισαγωγές από 6% το 2010 σε 8,6% το 2015.

Το 2015 οι τέσσερις αυτές ζώνες κάλυπταν το 86% των συνολικών ευρωπαϊκών εισαγωγών Ε/Κ. Οι εισαγωγές αυτές ήταν πρωτίστως προϊόντα ένδυσης τα οποία αντιπροσώπευαν το 80% των συνολικών εισαγωγών. Σε όρους αξίας αυτό ερμηνεύεται ως αύξηση 10,5%.

Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές Ε/ Κ παρά τα εμπορικά πλεονεκτήματα τους έκαναν μεγάλο αγώνα για να διατηρήσουν το μερίδιο τους κόντρα στη δύσκολη παγκοσμίως οικονομική κατάσταση. Το 2015, το 57,5% των ευρωπαϊκών εξαγωγών πήγε σε 4 καθορισμένες ομάδες: τις Μεσογειακές χώρες με 13,7%, την ομάδα των Αυτόνομων Χωρών4 με 11,8%, την ομάδα EFTA5 με 14,2% και την NAFTA6 με 17,8%. Οι 4 αυτές ομάδες αντιπροσώπευαν το 59% των ευρωπαϊκών εξαγωγών Ε/Κ το 2014. Η πτώση αυτή συνδέεται περισσότερο με τις αυτόνομες χώρες εξαιτίας του εμπάργκο των εξαγωγών προς τη Ρωσία 

Η Τουρκία το 2016 θεωρείτο ο 3ος μεγαλύτερος προμηθευτής ενδυμάτων της Ε.Ε. (9 δις €) και ο 2ος στα κλωστοϋφαντουργικά παρά τη μικρή πτώση κατά 3,7% από το 2015. Σε αξία η Τουρκία αντιπροσωπεύει το 3,5% των παγκόσμιων εξαγωγών ενδυμάτων. (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πλεκτικής Έτοιμου Ενδύματος Ελλάδος - GREEK FASHION, 02/2016)

Το Σκάνδαλο με τον δασμό βάμβακος, υπέρ κλωστοϋφαντουργικών εταιρειών, που ζημίωνε το Δημόσιο και έπληττε τους βαμβακοπαραγωγούς



Ο φορέας ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ, θα ενισχύσει την γεωργία με τους παραδοσιακούς ελληνικούς σπόρους και με σπόρους βαμβακιού,που αποδεδειγμένα το έλληνικό βαμβάκι ηταν το καλύτερο παγκοσμίως [σαν μετάξι]

θα ξαναστηθεί στα πόδια της η βιομηχανία μας σε ολους τους τομείς ,και φυσικά στον κλωστουφαντου-ργικό τομέα,που πέραν της υλικοτεχνικής υποδομής ύπάρχει παραδοσιακά τεράστια τεχνογνωσία 




Οταν κοιμάται η κυβέρνηση Μητσοτάκη,οι γείτονες ξεσαλώνουν

  Οταν κοιμάται η κυβέρνηση Μητσοτάκη,οι γείτονες ξεσαλώνουν Εθνική κατάντια και ντροπή η Ελληνική μέχρι τώρα βραχονησίδα Ζουράφα να βρίσκετ...